- καταισχύνη
- η (Μ καταισχύνη) [καταισχύνω]μεγάλη αισχύνη, ντρόπιασμα, ρεζίλεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταισχύνη — η μεγάλο αίσχος, καταντρόπιασμα, ρεζίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταισχύνῃ — καταισχύ̱νῃ , καταισχύνω dishonour aor subj mid 2nd sg καταισχύ̱νῃ , καταισχύνω dishonour aor subj act 3rd sg καταισχύ̱νῃ , καταισχύνω dishonour pres subj mp 2nd sg καταισχύ̱νῃ , καταισχύνω dishonour pres ind mp 2nd sg καταισχύ̱νῃ , καταισχύνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
ANIGRUS — Theslaliae fluvius, Aniger Vibio Sequesiri. Huius meminit Ovid. Met. l. 15. v. 281. Ante bibebatur, nunc, quas contingere nolis, Fundit Anierus aquas, posrquam (nisi vatibus omnes Eripienda sides) illic lavêre bimembres Vulaera, clavigeri quae… … Hofmann J. Lexicon universale
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα … Dictionary of Greek
ασχημοσύνη — η (AM ἀσχημοσύνη) [ασχήμων] 1. άπρεπη, αισχρή συμπεριφορά 2. άσεμνη πράξη 3. έλλειψη ευπρέπειας αρχ. 1. έλλειψη σχήματος ή μορφής 2. παραμόρφωση του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η μεγάλη προσπάθεια ή η ένταση 3. καταισχύνη, ονειδισμός … Dictionary of Greek
ατιμαστής — ο (Μ ἀτιμαστής) [ατιμάζω] αυτός που επιφέρει καταισχύνη, που ντροπιάζει κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek